keep mum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
keep mum (en)
- σιωπώ, ιδιαίτερα για κάτι που δεν πρέπει να ανακοινωθεί
- Members of the Biden group themselves have kept mum on specifics. (από άρθρο του CNN, 19-6-2011)