kemer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kemer (tr)
- ζώνη (εξάρτημα ενδυμασίας)
- (αρχιτεκτονική) αψίδα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- emniyet kemeri: ζώνη ασφαλείας