kennen lernen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

kennen lernen (de) jdn. (παρατατικός: kennen lernte, μετοχή παρακειμένου: kennen gelernt)

Wann hast du sie kennen gelernt? - Πότε τη γνώρισες;