kidnap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kidnap (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | kidnap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kidnaps |
αόριστος | kidnapped, kidnaped |
παθητική μετοχή | kidnapped, kidnaped |
ενεργητική μετοχή | kidnapping, kidnaping |
kidnap (en)
- απάγω, αιχμαλωτίζω κάποιον παράνομα και τον κρατώ, συνήθως ζητώντας λύτρα