kilt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kilt | kilts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kilt (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kilt < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kilt | kilts |
kilt (fr) αρσενικό