kiné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kiné | kinés |
- (αρσενικό) συντομογραφία του kinésithérapeute
- (θηλυκό) συντομογραφία του kinésithérapeute ή του kinésithérapie
Επίθετο[επεξεργασία]
kiné (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο