kiné

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kiné kinés

kiné (fr) και kinési

  1. (αρσενικό) συντομογραφία του kinésithérapeute
  2. (θηλυκό) συντομογραφία του kinésithérapeute ή του kinésithérapie

Επίθετο[επεξεργασία]

kiné (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. συντομογραφία του kinésithérapeutique