kinésithérapie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kinésithérapie | kinésithérapies |
kinésithérapie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
kinésithérapie | kinésithérapies |
kinésithérapie (fr) θηλυκό