kit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kit (για τη θήκη εργαλείων) < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kyt < μέση ολλανδική kitte < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (en)
- κιτ, θήκη εργαλείων για μια εργασία, σετ συναρμολόγησης (όπως για συναρμολογούμενο παιχνίδι, έπιπλο, το οποίο παραδίδεται σε κομμάτια)
- γατάκι (συντομευμένη μορφή του kitten)
- (βρετανικό) (αργκό) ρούχο
Πηγές[επεξεργασία]
- kit - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kit < (άμεσο δάνειο) αγγλική kit
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (fr)
- κιτ, κάτι έτοιμο να συναρμολογηθεί (παιχνίδι, έπιπλο, ...).
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (bs)
Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (sl) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αργκό (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Θαλάσσια θηλαστικά (βοσνιακά)
- Ζώα (βοσνιακά)
- Σλοβενική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβενικά)
- Θαλάσσια θηλαστικά (σλοβενικά)
- Ζώα (σλοβενικά)