klin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
klin (bs) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
klin (sr)
- λατινική γραφή του клин
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- klin < πρωτοσλαβική *klinъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
klin (sh) (κυριλλική γραφή: клин)
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | klin | klinovi |
γενική | klina | klinova |
δοτική | klinu | klinovima |
αιτιατική | klin | klinove |
κλητική | kline | klinovi |
τοπική | klinu | klinovima |
οργανική | klinom | klinovima |