kliniĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kliˈni.d͡ʒi/
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα kliniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | kliniĝas | kliniĝanta | kliniĝata |
αόριστος | kliniĝis | kliniĝinta | kliniĝita |
μέλλοντας | kliniĝos | kliniĝonta | kliniĝota |
υποθετική | kliniĝus | - | - |
προστακτική | kliniĝu | - | - |
kliniĝi (eo)