kolejka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔˈlɛjka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kolejka (pl) θηλυκό

  • η ουρά (σειρά αναμονής)

Συγγενικά[επεξεργασία]