konduktor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
konduktor < γερμανική Konduktor < γαλλική conducteur
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃nˈduktɔr/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
konduktor (pl) αρσενικό
- ο ελεγκτής (σε μέσα μαζικής μεταφοράς)