konsolanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsolanto | konsolantoj |
αιτιατική | konsolanton | konsolantojn |
konsolanto (eo)
- (λειτουργία) ο παράκλητος