kontakt-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kontakt- < γαλλική και αγγλική contact, πολωνική kontakt, γερμανική Kontakt, ρωσική контaкт, λατινική contaktus, λιθουανική kontaktas
Ρίζα[επεξεργασία]
kontakt- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επαφή