kopalnia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
kopalnia < kopać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kopalnia (pl) θηλυκό
- το ορυχείο
kopalnia < kopać
kopalnia (pl) θηλυκό