korzeń

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɔʒɛ̃ɲ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

korzeń (pl) αρσενικό

  1. η ρίζα με τις έννοιες:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • powrót do korzeni/wracać do korzeni - επιστροφή στις ρίζες/επιστρέφω στις ρίζες

Συγγενικά[επεξεργασία]