korzeń
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
korzeń (pl) αρσενικό
- η ρίζα με τις έννοιες:
- (βοτανική) τμήμα φυτών
- (ανατομία) τμήμα οργάνου
- (μεταφορικά) η προέλευση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- powrót do korzeni/wracać do korzeni - επιστροφή στις ρίζες/επιστρέφω στις ρίζες