kosmetyczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kosmetyczka (pl) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη kosmetyk
kosmetyczka (pl) θηλυκό
→ δείτε τη λέξη kosmetyk