kran

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Kran

Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kran (da)

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /krãn/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kran (pl) αρσενικό

  1. η βρύση
  2. ο κινηματογραφικός γερανός
  3. (ειδικό, τεχνικό) ο γερανός (το μηχάνημα)

Συγγενικά[επεξεργασία]