kreacja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kreacja | kreacje |
γενική | kreacji | kreacji(/kreacyj) |
δοτική | kreacji | kreacjom |
αιτιατική | kreację | kreacje |
οργανική | kreacją | kreacjami |
τοπική | kreacji | kreacjach |
κλητική | kreacjo | kreacje |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kreacja (pl) θηλυκό