krono

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

krono < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική krono kronoj
αιτιατική kronon kronojn

krono (eo)

sveda korono - σουηδική κορώνα