kształt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kształt < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestalt
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kształt (pl) αρσενικό
- το σχήμα (η εξωτερική μορφή ενός αντικειμένου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- kształcić/wykształcić (się)
- kształtny
- kształtować
- kształtowany
- ukształtowanie
- wykształtowany
- wykształcenie
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- γράφεται με "sz" και όχι με "rz" όπως είναι ο κανόνας όταν προηγείται σύμφωνο (ανήκει στις εξαιρέσεις)