kub

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kub (sl) αρσενικό

  • κύβος — (μαθηματικά) η ύψωση στην τρίτη δύναμη

Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kub (sv) κοινό

  • κύβος, (μαθηματικά) η ύψωση στην τρίτη δύναμη