kukułka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kukułka | kukułki |
γενική | kukułki | kukułek |
δοτική | kukułce | kukułkom |
αιτιατική | kukułkę | kukułki |
οργανική | kukułką | kukułkami |
τοπική | kukułce | kukułkach |
κλητική | kukułko | kukułki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kukułka (pl) θηλυκό
- ο κούκος