kuraĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kuraĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα kuraĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kuraĝas kuraĝanta kuraĝata
αόριστος kuraĝis kuraĝinta kuraĝita
μέλλοντας kuraĝos kuraĝonta kuraĝota
υποθετική kuraĝus - -
προστακτική kuraĝu - -

kuraĝi (eo)