kurczę
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kurczę (pl) ουδέτερο
- το κοτοπουλάκι
Επιφώνημα[επεξεργασία]
kurczę (pl)
- δείχνει έκπληξη ή κατάπληξη, αμάν
kurczę (pl) ουδέτερο
kurczę (pl)