lacération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lacération | lacérations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lacération (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lacération | lacérations |
lacération (fr) θηλυκό