ladder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ladder | ladders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ladder (en)
- η σκάλα
- ↪ The ladder is not steady enough.
- Η σκάλα δεν είναι αρκετά σταθερή.
- ↪ The ladder is not steady enough.
- (βρετανικά αγγλικά) ο πόντος κάλτσας, καλτσόν κλπ.
- ↪ All my stockings have got ladders.
- Όλες μου οι κάλτσες μου είναι με φευγάτους πόντους.
- ≈ συνώνυμα: run (αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ All my stockings have got ladders.
Πηγές[επεξεργασία]
- ladder - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 725. ISBN 9780194325684., λήμμα: πόντος