ladder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ladder ladders

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ladder (en)

  1. η σκάλα
    The ladder is not steady enough.
    Η σκάλα δεν είναι αρκετά σταθερή.
  2. (βρετανικά αγγλικά) ο πόντος κάλτσας, καλτσόν κλπ.
    All my stockings have got ladders.
    Όλες μου οι κάλτσες μου είναι με φευγάτους πόντους.
     συνώνυμα: run (αμερικανικά αγγλικά)

Πηγές[επεξεργασία]