laid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
laid (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
laid < παλαιά γαλλική leid
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | laid | laids |
θηλυκό | laide | laides |
laid (fr)