laissez-passer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

laissez-passer (fr) αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez passer του φιλελεύθερου οικονομικού αιτήματος-συνθήματος που πρωτοδιατυπώθηκε το 17ο αιώνα laissez faire, laissez passer (→ δείτε και τον όρο laissez-faire)