lamiera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lamiera | lamiere |
lamiera (it)
- φύλο αλουμινίου που χρησιμοποιείται στις κατασκευές.
ενικός | πληθυντικός |
lamiera | lamiere |
lamiera (it)