lampadophore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lɑ̃.pa.dɔ.fɔʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lampadophore | lampadophores |
lampadophore (fr) αρσενικό ή θηλυκό