lampione

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lampione (it) αρσενικό, πληθ.: lampioni

  • μεγάλη λάμπα μέσα σε προστατευτικό πλαίσιο που φωτίζει δρόμο