land
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
land | lands |
land (en)
- (μη μετρήσιμο) η γη, η ξηρά, το έδαφος, το χώμα, το τμήμα της επιφάνειας της Γης που δεν καλύπτεται με νερό
- ↪ I am traveling over land and sea.
- Ταξιδεύω σε ξηρά και σε θάλασσα.
- ↪ I am traveling over land and sea.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | land |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lands |
αόριστος | landed |
παθητική μετοχή | landed |
ενεργητική μετοχή | landing |
land (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- land (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- land (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 614. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξηρά
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
land (da)
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
land (no)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
land (nl)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
land (sv)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)