lange

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lange

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lange < λατινική laneus (μάλλινος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lange (fr)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

langer


Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

lange (de)

  • (για διάρκεια) πολύ
    ich habe ihn lange nicht gesehen - έχω να τον δω πολύ καιρό