languish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- languish < παλαιά γαλλική languir
Ρήμα[επεξεργασία]
languish (en)
- (αμετάβατο) εξασθενίζω
- (αμετάβατο) λιώνω, ρέβω, ζω σε άθλιες συνθήκες
- He languished in prison for years - έλιωνε στη φυλακή για χρόνια
- (αμετάβατο) παραμελούμαι
- The case languished for years before coming to trial
- (αμετάβατο) λιώνω, μαραζώνω χωρίς κάποιον
- He languished without his girlfriend - μαράζωσε χωρίς το κορίτσι του
- (αμετάβατο) δείχνω αδύναμος και μαραζωμένος για να προκαλέσω τη συμπάθεια των άλλων