laotien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

laotien < Laos + -ien

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

laotien (fr) αρσενικό

  1. (γλώσσα) γλώσσα που μιλιέται στο Λάος
     συνώνυμα: lao
  2. η γραφή της παραπάνω γλώσσας

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό laotien laotiens
θηλυκό laotienne laotiennes

laotien (fr)

  1. σχετικός με το Λάος