larvé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: larve

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

larvé < larve

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό larvé larvés
θηλυκό larvée larvées

larvé (fr)

  1. (ιατρική) (για ασθένεια) που εμφανίζεται με άτυπα ή εξασθενημένα συμπτώματα
  2. που δεν εμφανίζεται ξεκάθαρα, που παραμένει εν μέρει κρυφός