laurel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laurel (en)
- η δάφνη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- rest on one's laurels: αναπαύομαι στις δάφνες μου
Ισλανδικά (is)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laurel (is)
- η δάφνη