lavendo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lavendo | lavendoj |
αιτιατική | lavendon | lavendojn |
lavendo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lavendo | lavendoj |
αιτιατική | lavendon | lavendojn |
lavendo (eo)