laveur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
laveur laveurs

laveur (fr) αρσενικό

  1. αυτός που πλένει
  2. λαντζιέρης
  3. συσκευή για πλύσιμο