laxisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

laxisme (fr) αρσενικό

  1. ηθική και θεολογική θεωρία που καταργεί κάθε απαγόρευση
  2. επιείκεια