lekarka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lekarka < leczyć
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lekarka (pl) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη leczyć