lekarz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | lekarz | lekarze |
γενική (dopełniacz) | lekarza | lekarzy |
δοτική (celownik) | lekarzowi | lekarzom |
αιτιατική (biernik) | lekarza | lekarzy |
οργανική (narzędnik) | lekarzem | lekarzami |
τοπική (miejscownik) | lekarzu | lekarzach |
κλητική (wołacz) | lekarzu | lekarze |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lekarz (pl) αρσενικό
- ο γιατρός