lend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | lend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lends |
αόριστος | lent |
παθητική μετοχή | lent |
ενεργητική μετοχή | lending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
lend (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- borrow (δανείζομαι)