lessivable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lessivable lessivables

Επίθετο[επεξεργασία]

lessivable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • (για πλαστικά, ταπετσαρίες, υφάσματα, κ.α.) που μπορεί να καθαριστεί με νερό, όχι όμως και με απορρυπαντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη lessive