let down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας let down
γ΄ ενικό ενεστώτα lets down
αόριστος let down
παθητική μετοχή let down
ενεργητική μετοχή letting down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

let down < → δείτε τις λέξεις let και down

Ρήμα[επεξεργασία]

let down (en)

  • ρίχνω, απογοητεύω κάποιον (πχ διαψεύδοντας τις προσδοκίες του με τις επιδόσεις μου ή την συμπεριφορά μου)
    You promised to come - don’t let me down again!
    Υποσχέθηκες να έρθεις - μη με ρίξεις πάλι!

Πηγές[επεξεργασία]