librarian
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
librarian | librarians |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
librarian (en) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο / η βιβλιοθηκάριος