licencieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- licencieux < λατινική licentiosus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.sɑ̃.sjø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | licencieux | licencieux |
θηλυκό | licencieuse | licencieuses |
licencieux (fr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
για πρόσωπα
για λόγια, πράξεις, κλπ.