lift

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lift lifts

lift (en)

  1. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
     συνώνυμα: elevator (αμερικανική σημασία)
  2. (μετρήσιμο) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
    I give someone a lift.
    Παίρνω κάποιον με το αυτοκίνητό μου.
     συνώνυμα: ride

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας lift
γ΄ ενικό ενεστώτα lifts
αόριστος lifted
παθητική μετοχή lifted
ενεργητική μετοχή lifting

lift (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lift (bs)