ligilo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ligilo < lig- + -il- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ligilo ligiloj
αιτιατική ligilon ligilojn

ligilo (eo)

klaku sur la ligilo - πάτησε (κάνε κλικ) πάνω στον σύνδεσμο